Όταν μιλάμε για αναβλητικότητα εννοούμε μια δυσλειτουργική διαδικασία συμπεριφορικής αποφυγής που χαρακτηρίζεται από την επιθυμία να αποφύγουμε μια δραστηριότητα, την υπόσχεση ότι θα την κάνουμε αργότερα, καθώς και τη χρήση της δικαιολογίας για να εξηγήσουμε την καθυστέρηση και να αποφύγουμε την ευθύνη, παρόλο που γνωρίζουμε τις αρνητικές επιπτώσεις της καθυστέρησης αυτής.

Οι συνέπειες μπορεί να είναι αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική μας υγεία όπως άγχος και κατάθλιψη, απελπισία, εκνευρισμός. Μπορεί να παρουσιαστούν προβλήματα στην εργασία και στην επαγγελματική απόδοση, στο σχολείο, στην εκπαίδευση, στις διαπροσωπικές σχέσεις.

“Η αναβλητικότητα συχνά κρύβει βαθύτερους φόβους και ανασφάλειες, όπως ο φόβος της αποτυχίας ή της επιτυχίας, και επηρεάζει αρνητικά την ψυχική και επαγγελματική μας ζωή, απαιτώντας συνειδητή προσπάθεια για υπέρβαση και διαχείριση.”

Κατανόηση της αναβλητικότητας

Η αναβλητικότητα μπορεί να θεωρηθεί μια επίκτητη συμπεριφορά, μια συνήθεια που προφανώς λειτούργησε στο παρελθόν αλλά πια είναι δυσλειτουργική και πρέπει να ξεμάθουμε.

Πότε ήταν η πρώτη φορά που αναβάλαμε; Ήταν στο σχολείο; Ήταν κάτι που ζήτησαν οι γονείς; Πως κατέληξε όλο αυτό; Μέσω της αναβλητικότητας μπορεί να αποφεύγουμε δυσάρεστες αναμνήσεις, τον φόβο της αποτυχίας ή της επιτυχίας, τον φόβο του ελέγχου, ή τον φόβο του αποχωρισμού στις σχέσεις. Αν καταλάβουμε τι νιώθουμε και γιατί το νιώθουμε, θα αποκτήσουμε καλύτερη σχέση με τον εαυτό μας και θα συνεχίσουμε το έργο μας χωρίς άλλη αναβολή.

Φόβος αποτυχίας

Όταν η απόδοση γίνεται το μοναδικό μέτρο αξιολόγησης του εαυτού μας, τότε νιώθουμε πως μόνο αν τα καταφέρουμε θα είμαστε αποδεκτοί. Μία εξαιρετική απόδοση δείχνει ένα εξαιρετικό άτομο, ενώ μία μέτρια απόδοση δείχνει ένα μέτριο άτομο. Ο ρόλος της αναβλητικότητας εδώ είναι προστατευτικός: σπάει την ισοδυναμία της ικανότητας με την απόδοση. Μας επιτρέπει να πιστεύουμε πως οι ικανότητές μας υπερέχουν του αποτελέσματος. ‘Θα τα κατάφερνα καλύτερα αν είχα ξεκινήσει νωρίτερα’. Είναι πιο ανώδυνο να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας για αποδιοργάνωση ή τεμπελιά παρά για ανεπάρκεια.

Φόβος επιτυχίας

Αν νιώθουμε άγχος όποτε μας επαινούν, υπάρχει περίπτωση να φοβόμαστε την επιτυχία. Μπορεί να ανησυχούμε πως θα πληγώσουμε τους δικούς μας ανθρώπους. ‘Αν πετύχω στη δουλειά μου θα βγάζω περισσότερα χρήματα από το σύζυγό μου και δεν θέλω να τον πληγώσω’. Μπορεί να φοβόμαστε πως οι άλλοι θα έχουν πάντα μεγάλες προσδοκίες από μας και δεν θα μπορούμε να ανταποκριθούμε. Έτσι αποφεύγουμε την κάθε είδους δέσμευση γιατί φοβόμαστε μήπως κάνουμε λάθος.

Φόβος ελέγχου

Η αναβλητικότητα μερικές φορές γίνεται ο τρόπος να πούμε ‘όχι δεν θα με αναγκάσεις να το κάνω’. Συνήθως προέρχεται από παιδικά βιώματα όπου μας επέβαλαν πολλούς κανόνες και περιορισμούς. Παρόλο που δεν είμαστε πια παιδιά, νιώθουμε την ίδια πίεση. Η αναβλητικότητα αυξάνει την αίσθηση αυτονομίας μας. Η συμπεριφορά μας όμως καταλήγει να είναι αυτοηττώμενη – να υπονομεύει τον ίδιο μας τον εαυτό.

Φόβος αποχωρισμού

Κάποιοι από μας βασιζόμαστε στην αναβλητικότητα επειδή δεν μπορούμε να βασιστούμε στον εαυτό μας. Φοβόμαστε την ανεξαρτησία και νιώθουμε πως δεν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς την προστασία που μας παρέχει η σχέση μας, ακόμα κι όταν δεν παίρνουμε αυτό που χρειαζόμαστε απ’ αυτήν. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τις συντροφικές σχέσεις. Ο αιώνιος φοιτητής, για παράδειγμα, αναβάλλει να αφήσει την ασφάλεια και την καθοδήγηση του πανεπιστημίου.

Φόβος οικειότητας

Η αναβλητικότητα γίνεται μερικές φορές το μέσο της διαφυγής μας ώστε να μην απορροφηθούμε από τις σχέσεις. Η αναβλητικότητα μας προστατεύει από τον πόνο, την εγκατάλειψη, την απόρριψη. Όταν φιλτράρουμε τις σχέσεις μας μέσα από παλιές επώδυνες εμπειρίες αποφασίζουμε να μη ρισκάρουμε να τις επαναλάβουμε. Αναβάλλουμε λοιπόν να γνωρίσουμε νέα άτομα, να βελτιώσουμε την εμφάνισή μας, να κάνουμε νέες σχέσεις. Η αναβλητικότητα είναι απαραίτητη για να κρατά τους γύρω σε μια απόσταση ασφαλείας αλλά μας αποτρέπει από το να ωριμάσουμε, να εξελιχθούμε σαν άτομα.

Όταν η τελειομανία γίνεται πρόβλημα, η αναβλητικότητα μπορεί επίσης να γίνει πρόβλημα.

Η αναβλητικότητα σχετίζεται με την τελειομανία. Μερικοί από μας επιδιώκουμε την τελειότητα θεωρώντας τα λάθη μη ανεκτά. Επειδή όμως τα λάθη είναι αναπόφευκτο μέρος της ανθρώπινης φύσης, η αναβλητικότητα εξυπηρετεί ένα σκοπό: να μη νιώσουμε περιφρόνηση για τον μέτριο εαυτό μας και να αποφύγουμε αισθήματα κατωτερότητας.

Αναβλητικότητα: μια περίπλοκη σχέση με το χρόνο

Δεν εκτιμούμε σωστά πόσο χρόνο θα μας πάρει μια δουλειά, δεν προλαβαίνουμε τις προθεσμίες. Δεν χρειάζεται να έχουμε εχθρική σχέση με το ρολόι μας. Ο χρόνος δεν είναι καλός ή κακός, γρήγορος ή αργός, φίλος ή εχθρός. Απλά είναι. Η δουλειά μας είναι να συμφιλιωθούμε με αυτόν και να ζήσουμε τη ζωή μας όσο πιο ολοκληρωμένα μπορούμε μέσα στα όριά του. 

Ο ρόλος της διάθεσης

Η καταθλιπτική διάθεση οδηγεί στην αναβλητικότητα. Πχ. η έλλειψη ενέργειας που παρατηρείται στην κατάθλιψη παρεμβαίνει στην ανάληψη δράσης. Επίσης η κατάθλιψη σχετίζεται με χαμηλή αυτοπεποίθηση: με λιγότερη αυτοπεποίθηση είναι πιο πιθανό κάποιος να τα παρατήσει ειδικά αν βρει εμπόδιο.

Έχετε δυο επιλογές: να αναβάλετε ή να δράσετε

  • Μπορείτε να δράσετε ακόμα κι αν δεν νιώθετε πολύ καλά
  • Το παρελθόν δεν μπορεί να σας ελέγχει στο παρόν
  • Δεν είναι απαραίτητο να είστε τέλειοι για να αξίζετε
  • Μπορείτε να απολαμβάνετε τις προκλήσεις γιατί μέσα από αυτές ωριμάζετε και εξελίσσεστε

Η μεγαλύτερη αυτοεπιβράβευση είναι ότι θα νιώσετε καλύτερα εσείς οι ίδιοι.